- κυναλώπηξ
- κυναλώπηξ, -εκος, ἡ (Α)1. είδος λαγωνικού σκύλου που προήλθε από διασταύρωση σκύλου και αλεπούς2. μτφ. υβριστικός χαρακτηρισμός ή επωνύμιο πορνοβοσκού, κακοήθης, πανούργος, άτιμος3. μτφ. σκωπτικό επίθ. τού Κλέωνος («Αἰγείδη, φράσσαι κυναλώπεκα μή σε δολώσῃ», Αριστοφ.)4. μτγν. υβριστική προσωνυμία για τους κυνικούς φιλοσόφους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + ἀλώπηξ].
Dictionary of Greek. 2013.